- νηοπορέω
- νηο-πορέω, poet. for Ναυπορέω,A go by sea, AP7.675 (Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νηοπορέω — (Α) (ποιητ. τ.) ταξιδεύω, πλέω, πορεύομαι με πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + πορέω (< πόρος), πρβλ. θαλασσο πορέω, νυκτο πορέω] … Dictionary of Greek
ἐνηοπόρει — νηοπορέω go by sea imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)